- Παρνάσσιοι
- Παρνάσσιοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού … Dictionary of Greek